- παραβοήθημα
- παραβοήθ-ημα, ατος, τό,A aid: in pl., devices for strengthening a perforated beam, Ph.Bel.57.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβοήθημα — τὸ Α [παραβοηθώ] 1. βοήθεια, επικουρία 2. στον πληθ. τά παραβοηθήματα (με περιλπτ. σημ.) ενίσχυση παλαιάς δοκού, δυναμάρι … Dictionary of Greek
παραβοηθήμασι — παραβοήθημα aid neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)